ξεκουμπισμός
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξεκουμπισμός < ξεκουμπίζω
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξεκουμπισμός και ἀθότυρον
- το φευγιό με κακό τρόπο, το διώξιμο
- ο αφανισμός, ο χαμός, ο θάνατος, να πηγαίνει κάποιος στον αγύριστο