ἐκκομίζω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαἐκκομίζω
- μεταφέρω έξω από κάπου
- ἐσεκομίσαντο καὶ ἐξεκομίσαντο ἃ ἐβούλοντο : έβαλαν και έβγαλαν ό,τι ήθελαν (μετά τη λύση της πολιορκίας)
- βγάζω από δύσκολη θέση, επαναφέρω το στρατό στην πατρίδα
- ὑμῖν γάρ, ὡς ἔοικε, δέδοται ἐκκομίσαι τοὺς ἄνδρας : σε εσάς εναπόκειται να βγάλετε από αυτή τη δύσκολη κατάσταση τους άνδρες και να τους γυρίσετε στην πατρίδα (Ξενοφ. Ανάβαση 6.6.36)
- (μεταφορικά) αντέχω την κακή μου τύχη μέχρι τέλους
- τό γάρ πεπρωμένον δεῖ σ᾽ ἐκκομίζειν: Ζηνὶ γὰρ δοκεῖ τάδε Τη μοίρα σου πρέπει να τη ζήσεις όλη. Γιατί έτσι το έκρινε ο Δίας (Ευριπ. Ανδρομάχη, 1269)
- (μεταφορικά) προστατεύω, τραβάω κάποιον έξω από τη μοίρα του
- ἔμαθε ὅτι ἐκκομίσαι τε ἀδύνατον εἴη ἀνθρώπῳ ἄνθρωπον ἐκ τοῦ μέλλοντος γίνεσθαι πρήγματος : κατάλαβε ότι είναι αδύνατο ο άνθρωπος να σώσει άνθρωπο απο το πεπρωμένο του/από αυτο που πρόκειται να του συμβεί στο μέλλον (Ηροδ. Ιστο. 3.43)
- βγάζω έξω τον νεκρό και τον θάβω, η αποκομιδή
- (μέσο) βγάζω από τον άλλον, παίρνω από αυτόν όσα δικαιούμαι, όσα μου χρωστά