Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐκκομίζω < ἐκ + κομίζω

ἐκκομίζω

  1. μεταφέρω έξω από κάπου
    ἐσεκομίσαντο καὶ ἐξεκομίσαντο ἃ ἐβούλοντο : έβαλαν και έβγαλαν ό,τι ήθελαν (μετά τη λύση της πολιορκίας)
  2. βγάζω από δύσκολη θέση, επαναφέρω το στρατό στην πατρίδα
    ὑμῖν γάρ, ὡς ἔοικε, δέδοται ἐκκομίσαι τοὺς ἄνδρας : σε εσάς εναπόκειται να βγάλετε από αυτή τη δύσκολη κατάσταση τους άνδρες και να τους γυρίσετε στην πατρίδα (Ξενοφ. Ανάβαση 6.6.36)
  3. (μεταφορικά) αντέχω την κακή μου τύχη μέχρι τέλους
    τό γάρ πεπρωμένον δεῖ σ᾽ ἐκκομίζειν: Ζηνὶ γὰρ δοκεῖ τάδε Τη μοίρα σου πρέπει να τη ζήσεις όλη. Γιατί έτσι το έκρινε ο Δίας (Ευριπ. Ανδρομάχη, 1269)
  4. (μεταφορικά) προστατεύω, τραβάω κάποιον έξω από τη μοίρα του
    ἔμαθε ὅτι ἐκκομίσαι τε ἀδύνατον εἴη ἀνθρώπῳ ἄνθρωπον ἐκ τοῦ μέλλοντος γίνεσθαι πρήγματος : κατάλαβε ότι είναι αδύνατο ο άνθρωπος να σώσει άνθρωπο απο το πεπρωμένο του/από αυτο που πρόκειται να του συμβεί στο μέλλον (Ηροδ. Ιστο. 3.43)
  5. βγάζω έξω τον νεκρό και τον θάβω, η αποκομιδή
  6. (μέσο) βγάζω από τον άλλον, παίρνω από αυτόν όσα δικαιούμαι, όσα μου χρωστά