Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
glimmer glimmers

glimmer (en)

  1. το φέγγισμα, το τρεμάμενο ενός φωτός, ένα μικρό ασταθές φως
    ⮡  the first glimmer of dawn - το πρώτο φέγγισμα της αυγής
    ⮡  the glimmer of a candlelight - το τρεμάμενο φως ενός κεριού
  2. η αχτίδα, η αναλαμπή, η χαραμάδα, ένα μικρό σημάδι για κάτι
    ⮡  a glimmer of hope - αχτίδα ελπίδας
    ⮡  not even the faintest glimmer of intelligence - ούτε η παραμικρή αναλαμπή εξυπνάδας
    ⮡  as soon as a glimmer of hope was discernible - μόλις που διακρινόταν μια χαραμάδα ελπίδας
ενεστώτας glimmer
γ΄ ενικό ενεστώτα glimmers
αόριστος glimmered
παθητική μετοχή glimmered
ενεργητική μετοχή glimmering

glimmer (en)

  • (αμετάβατο) τρεμουλιάζω, τρεμολάμπω, τρέμω, λάμπω με ένα μικρό ασταθές φως
    ⮡  The stars glimmered in the night sky.
    Τρεμουλιάζουν τ' αστέρια στον νυχτερινό ουρανό.
    ⮡  lights glimmering in the distance - φώτα που τρεμολάμπουν μακριά
    ⮡  We had been lost, but luckily we made out some glimmering lights. We were near a small village.
    Είχαμε χαθεί, μα ευτυχώς διακρίναμε κάτι φώτα να τρέμουν. Είμαστε κοντά σ' ένα χωριουδάκι.
     συνώνυμα:  blink, flash, flicker, glitter, shimmer, sparkle και twinkle