glimmer
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
glimmer | glimmers |
glimmer (en)
- το φέγγισμα, το τρεμάμενο ενός φωτός, ένα μικρό ασταθές φως
- ⮡ the first glimmer of dawn - το πρώτο φέγγισμα της αυγής
- ⮡ the glimmer of a candlelight - το τρεμάμενο φως ενός κεριού
- η αχτίδα, η αναλαμπή, η χαραμάδα, ένα μικρό σημάδι για κάτι
- ⮡ a glimmer of hope - αχτίδα ελπίδας
- ⮡ not even the faintest glimmer of intelligence - ούτε η παραμικρή αναλαμπή εξυπνάδας
- ⮡ as soon as a glimmer of hope was discernible - μόλις που διακρινόταν μια χαραμάδα ελπίδας
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | glimmer |
γ΄ ενικό ενεστώτα | glimmers |
αόριστος | glimmered |
παθητική μετοχή | glimmered |
ενεργητική μετοχή | glimmering |
glimmer (en)
- (αμετάβατο) τρεμουλιάζω, τρεμολάμπω, τρέμω, λάμπω με ένα μικρό ασταθές φως
- ⮡ The stars glimmered in the night sky.
- Τρεμουλιάζουν τ' αστέρια στον νυχτερινό ουρανό.
- ⮡ lights glimmering in the distance - φώτα που τρεμολάμπουν μακριά
- ⮡ We had been lost, but luckily we made out some glimmering lights. We were near a small village.
- Είχαμε χαθεί, μα ευτυχώς διακρίναμε κάτι φώτα να τρέμουν. Είμαστε κοντά σ' ένα χωριουδάκι.
- ≈ συνώνυμα: blink, flash, flicker, glitter, shimmer, sparkle και twinkle
- ⮡ The stars glimmered in the night sky.
Πηγές
επεξεργασία- glimmer (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- glimmer (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 932. ISBN 9780194325684., λήμμα: φέγγισμα