αχτίδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αχτίδα | οι | αχτίδες |
γενική | της | αχτίδας | των | αχτίδων |
αιτιατική | την | αχτίδα | τις | αχτίδες |
κλητική | αχτίδα | αχτίδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αχτίδα < αρχαία ελληνική ἀκτίς
Ουσιαστικό
επεξεργασίααχτίδα θηλυκό
- Γραμμή φωτός, ακτίνα
- Οι αχτίδες του ήλιου.
- (πολιτική) στα κομμουνιστικά κόμματα, βαθμίδα κομματικής οργάνωσης ιεραρχικά ανώτερη από την οργάνωση βάσης
- "το θέμα συζητήθηκε στη συνεδρίαση της αχτίδας πόλης