σβηστήρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σβηστήρι | τα | σβηστήρια |
γενική | του | σβηστηριού | των | σβηστηριών |
αιτιατική | το | σβηστήρι | τα | σβηστήρια |
κλητική | σβηστήρι | σβηστήρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασβηστήρι ουδέτερο
- άλλη μορφή του σβήστρα
- ※ Και τ' αγοράζω. Ξυραφάκια, καθρεφτάκια, […] σβηστήρια —που δε μου χρειάζονται— ένα σβηστήρι, παρακαλώ, για τα σχέδιά μου
- Δημήτρης Χατζής, Το διπλό βιβλίο, β΄ έκδοση ξανακοιταγμένη. Αθήνα: Καστανιώτης, 1977, σ. 73. ISBN 960-03-0401-7.
- ※ Και τ' αγοράζω. Ξυραφάκια, καθρεφτάκια, […] σβηστήρια —που δε μου χρειάζονται— ένα σβηστήρι, παρακαλώ, για τα σχέδιά μου
Μεταφράσεις
επεξεργασία σβηστήρι
|