αντιστιξιακός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντιστιξιακός < αντίστιξη + -ιακός ((μεταφραστικό δάνειο) ιταλική contrappuntistico)
Επίθετο
επεξεργασίααντιστιξιακός, -ή, -ό
- (μουσική) (παρωχημένο) άλλη μορφή του αντιστικτικός
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη αντίστιξη
Μεταφράσεις
επεξεργασία αντιστιξιακός
|