αντιστικτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αντιστικτικός < αντίστιξη + -τικός ((μεταφραστικό δάνειο) ιταλική contrappuntistico)
Επίθετο
επεξεργασία
αντιστικτικός, -ή, -ό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη αντίστιξη
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αντιστικτικός