Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μονοστιγμίς < μονο- + στιγμή + -ίς

  Επίρρημα επεξεργασία

μονοστιγμίς

  Μεταφράσεις επεξεργασία