momento
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- momento < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | momento | momentoj |
αιτιατική | momenton | momentojn |
momento (eo)
- η στιγμή
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | momento | momentoj |
αιτιατική | momenton | momentojn |
momento (eo)