delayed
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | delayed |
συγκριτικός | more delayed |
υπερθετικός | most delayed |
delayed (en)
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαdelayed (en)
παραθετικά | |
θετικός | delayed |
συγκριτικός | more delayed |
υπερθετικός | most delayed |
delayed (en)
delayed (en)