ενεστώτας set forth
γ΄ ενικό ενεστώτα sets forth
αόριστος set forth
παθητική μετοχή set forth
ενεργητική μετοχή setting forth

  Ετυμολογία

επεξεργασία
set forth < → δείτε τις λέξεις set και forth

set forth (en)

  1. (λογοτεχνικό) ξεκινώ σε ταξίδι
    ⮡  They set out at dawn.
    Ξεκίνησαν την αυγή.
  2. (επίσημο) θέτω, παρουσιάζω κάτι ή το κάνω γνωστό
    ⮡  conditions set forth in the contract - όροι τεθέντες εις το συμβόλαιο