set forth
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | set forth |
γ΄ ενικό ενεστώτα | sets forth |
αόριστος | set forth |
παθητική μετοχή | set forth |
ενεργητική μετοχή | setting forth |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαset forth (en)
- (λογοτεχνικό) ξεκινώ σε ταξίδι
- ⮡ They set out at dawn.
- Ξεκίνησαν την αυγή.
- ⮡ They set out at dawn.
- (επίσημο) θέτω, παρουσιάζω κάτι ή το κάνω γνωστό
- ⮡ conditions set forth in the contract - όροι τεθέντες εις το συμβόλαιο