ζουμπάς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ζουμπάς | οι | ζουμπάδες |
γενική | του | ζουμπά | των | ζουμπάδων |
αιτιατική | τον | ζουμπά | τους | ζουμπάδες |
κλητική | ζουμπά | ζουμπάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαζουμπάς αρσενικό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Sevan Nişanyan, Sözlerin Soyağacı - Çağdaş Türkçenin Etimolojik Sözlüğü