ζούμπα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ζούμπα | οι | ζούμπες |
γενική | της | ζούμπας | — | |
αιτιατική | τη | ζούμπα | τις | ζούμπες |
κλητική | ζούμπα | ζούμπες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ζούμπα < αγγλική Zumba < Zorro + rumba < ισπανική rumba < rumbo < rombo < λατινική rhombus < αρχαία ελληνική ῥόμβος (αντιδάνειο) < ῥέμβω
Ουσιαστικό επεξεργασία
ζούμπα θηλυκό