πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ῥόμβος οἱ ῥόμβοι
      γενική τοῦ ῥόμβου τῶν ῥόμβων
      δοτική τῷ ῥόμβ τοῖς ῥόμβοις
    αιτιατική τὸν ῥόμβον τοὺς ῥόμβους
     κλητική ! ῥόμβε ῥόμβοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ῥόμβω
γεν-δοτ τοῖν  ῥόμβοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ῥόμβος < ῥέμβω + -ος

Ουσιαστικό

επεξεργασία