↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ῥόμβος οἱ ῥόμβοι
      γενική τοῦ ῥόμβου τῶν ῥόμβων
      δοτική τῷ ῥόμβ τοῖς ῥόμβοις
    αιτιατική τὸν ῥόμβον τοὺς ῥόμβους
     κλητική ! ῥόμβε ῥόμβοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ῥόμβω
γεν-δοτ τοῖν  ῥόμβοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ῥόμβος < ῥέμβω + -ος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ῥόμβος αρσενικό

  1. σώμα που περιστρέφεται
    1. σβούρα
    2. τροχός
    3. θορυβώδης τροχίσκος (σε μαγικές τελετές)
  2. περιδίνηση
  3. (γεωμετρία) ρόμβος
  4. (ιχθυολογία) καλκάνι
  5. (ιατρική) χειρουργικός επίδεσμος με ρομβοειδές σχήμα
  6. (μεταφορικά) πέος

Άλλες μορφές

επεξεργασία