Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ρομβοειδής η ρομβοειδής το ρομβοειδές
      γενική του ρομβοειδούς* της ρομβοειδούς του ρομβοειδούς
    αιτιατική τον ρομβοειδή τη ρομβοειδή το ρομβοειδές
     κλητική ρομβοειδή(ς) ρομβοειδής ρομβοειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ρομβοειδείς οι ρομβοειδείς τα ρομβοειδή
      γενική των ρομβοειδών των ρομβοειδών των ρομβοειδών
    αιτιατική τους ρομβοειδείς τις ρομβοειδείς τα ρομβοειδή
     κλητική ρομβοειδείς ρομβοειδείς ρομβοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ρομβοειδής < αρχαία ελληνική ῥομβοειδής

  Επίθετο επεξεργασία

ρομβοειδής

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία