ρομβοειδώς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ρομβοειδώς < ρομβοειδής + -ώς < αρχαία ελληνική ῥομβοειδής
Επίρρημα
επεξεργασίαρομβοειδώς
Συγγενικά
επεξεργασία- ρομβοειδής
- → δείτε τις λέξεις ρόμβος και είδος
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ρομβοειδώς
|