set in motion
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Έκφραση επεξεργασία
set in motion (en)
- (ιδιωματισμός) βάζω μπρος, θέτω κάτι σε κίνηση, ξεκινάω κάτι να κινείται
- ↪ It’s time we set the machines in motion.
- Καιρός να βάλουμε μπρος τις μηχανές.
- ↪ It’s time we set the machines in motion.