Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
motion motions

motion (en)

  1. (μη μετρήσιμο, ενικός) η κίνηση, η πράξη ή η διαδικασία της μετακίνησης ή ο τρόπος με τον οποίο κινείται κάτι
    ⮡  If a thing is in motion, it is not at rest.
    Όταν ένα πράγμα ευρίσκεται σε κίνηση, δεν είναι σε στάση.
  2. η κίνηση, μια συγκεκριμένη κίνηση που γίνεται συνήθως με το χέρι ή το κεφάλι μου, ειδικά για να επικοινωνήσω κάτι
    ⮡  with a motion of his hand - με μια κίνηση του χεριού
    ⮡  All of her motions were full of grace.
    Όλες της οι κινήσεις ήταν γεμάτες χάρη.
  3. μια επίσημη πρόταση για συζήτηση και ψηφοφορία σε μια συνεδρίαση
    ⮡  On the motion of Mr. A, the committee agreed to adjourn.
    Με πρόταση του κ. Α η επιτροπή απεφάσισε να αναλάβει τη συνεδρίαση.
    ⮡  The proposal was adopted/carried/rejected by a majority of 4.
    Η πρόταση υιοθετήθηκε/εγκρίθηκε/απορρίφτηκε με πλειοψηφία 4 ψήφων.

Εκφράσεις

επεξεργασία
ενεστώτας motion
γ΄ ενικό ενεστώτα motions
αόριστος motioned
παθητική μετοχή motioned
ενεργητική μετοχή motioning

motion (en) (μεταβατικό και αμετάβατο)

  • υποδεικνύω με κίνηση, κάνω νεύμα σε κάποιον να κάνει κάτι, κάνω μια κίνηση, συνήθως με το χέρι ή το κεφάλι μου, για να δείξω σε κάποιον τι θέλω να κάνει
    ⮡  He motioned for me to sit down.
    Μου υπέδειξε μια κίνηση (μου έκανε νόημα) να καθίσω.
    ⮡  She motioned me out of the room.
    Μου έκανε νεύμα να βγω από το δωμάτιο.



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

motion (fr) θηλυκό