set phrase
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
set phrase | set phrases |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαset phrase (en)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- set phrase στην αγγλική Βικιπαίδεια
ενικός | πληθυντικός |
set phrase | set phrases |
set phrase (en)