Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

dikiĝi < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

ρήμα dikiĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας dikiĝas dikiĝanta dikiĝata
αόριστος dikiĝis dikiĝinta dikiĝita
μέλλοντας dikiĝos dikiĝonta dikiĝota
υποθετική dikiĝus - -
προστακτική dikiĝu - -

dikiĝi (eo)