εκχυδαΐζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ek.çi.ðaˈi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εκ‐χυ‐δα‐ΐ‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαεκχυδαΐζω, πρτ.: εκχυδάισα, παθ.φωνή: εκχυδαΐζομαι, π.αόρ.: εκχυδαΐστικα, μτχ.π.π.: εκχυδαϊσμένος
- μετατρέπω σε χυδαίο
- ⮡ Στην αρχή ήταν λίγο προσεκτικός στις κουβέντες του αλλά τελικά εκχυδάισε τελείως τη συζήτηση απευθυνόμενος συνέχεια προς την αντιπολίτευση με βωμολοχίες
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη χυδαίος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκχυδαΐζω | εκχυδάιζα | θα εκχυδαΐζω | να εκχυδαΐζω | εκχυδαΐζοντας | |
β' ενικ. | εκχυδαΐζεις | εκχυδάιζες | θα εκχυδαΐζεις | να εκχυδαΐζεις | εκχυδάιζε | |
γ' ενικ. | εκχυδαΐζει | εκχυδάιζε | θα εκχυδαΐζει | να εκχυδαΐζει | ||
α' πληθ. | εκχυδαΐζουμε | εκχυδαΐζαμε | θα εκχυδαΐζουμε | να εκχυδαΐζουμε | ||
β' πληθ. | εκχυδαΐζετε | εκχυδαΐζατε | θα εκχυδαΐζετε | να εκχυδαΐζετε | εκχυδαΐζετε | |
γ' πληθ. | εκχυδαΐζουν(ε) | εκχυδάιζαν εκχυδαΐζαν(ε) |
θα εκχυδαΐζουν(ε) | να εκχυδαΐζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εκχυδάισα | θα εκχυδαΐσω | να εκχυδαΐσω | εκχυδαΐσει | ||
β' ενικ. | εκχυδάισες | θα εκχυδαΐσεις | να εκχυδαΐσεις | εκχυδάισε | ||
γ' ενικ. | εκχυδάισε | θα εκχυδαΐσει | να εκχυδαΐσει | |||
α' πληθ. | εκχυδαΐσαμε | θα εκχυδαΐσουμε | να εκχυδαΐσουμε | |||
β' πληθ. | εκχυδαΐσατε | θα εκχυδαΐσετε | να εκχυδαΐσετε | εκχυδαΐστε | ||
γ' πληθ. | εκχυδάισαν εκχυδαΐσαν(ε) |
θα εκχυδαΐσουν(ε) | να εκχυδαΐσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εκχυδαΐσει | είχα εκχυδαΐσει | θα έχω εκχυδαΐσει | να έχω εκχυδαΐσει | ||
β' ενικ. | έχεις εκχυδαΐσει | είχες εκχυδαΐσει | θα έχεις εκχυδαΐσει | να έχεις εκχυδαΐσει | ||
γ' ενικ. | έχει εκχυδαΐσει | είχε εκχυδαΐσει | θα έχει εκχυδαΐσει | να έχει εκχυδαΐσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εκχυδαΐσει | είχαμε εκχυδαΐσει | θα έχουμε εκχυδαΐσει | να έχουμε εκχυδαΐσει | ||
β' πληθ. | έχετε εκχυδαΐσει | είχατε εκχυδαΐσει | θα έχετε εκχυδαΐσει | να έχετε εκχυδαΐσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εκχυδαΐσει | είχαν εκχυδαΐσει | θα έχουν εκχυδαΐσει | να έχουν εκχυδαΐσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκχυδαΐζομαι | εκχυδαϊζόμουν(α) | θα εκχυδαΐζομαι | να εκχυδαΐζομαι | ||
β' ενικ. | εκχυδαΐζεσαι | εκχυδαϊζόσουν(α) | θα εκχυδαΐζεσαι | να εκχυδαΐζεσαι | ||
γ' ενικ. | εκχυδαΐζεται | εκχυδαϊζόταν(ε) | θα εκχυδαΐζεται | να εκχυδαΐζεται | ||
α' πληθ. | εκχυδαϊζόμαστε | εκχυδαϊζόμαστε εκχυδαϊζόμασταν |
θα εκχυδαϊζόμαστε | να εκχυδαϊζόμαστε | ||
β' πληθ. | εκχυδαΐζεστε | εκχυδαϊζόσαστε εκχυδαϊζόσασταν |
θα εκχυδαΐζεστε | να εκχυδαΐζεστε | (εκχυδαΐζεστε) | |
γ' πληθ. | εκχυδαΐζονται | εκχυδαΐζονταν εκχυδαϊζόντουσαν |
θα εκχυδαΐζονται | να εκχυδαΐζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εκχυδαΐστηκα | θα εκχυδαϊστώ | να εκχυδαϊστώ | εκχυδαϊστεί | ||
β' ενικ. | εκχυδαΐστηκες | θα εκχυδαϊστείς | να εκχυδαϊστείς | εκχυδαΐσου | ||
γ' ενικ. | εκχυδαΐστηκε | θα εκχυδαϊστεί | να εκχυδαϊστεί | |||
α' πληθ. | εκχυδαϊστήκαμε | θα εκχυδαϊστούμε | να εκχυδαϊστούμε | |||
β' πληθ. | εκχυδαϊστήκατε | θα εκχυδαϊστείτε | να εκχυδαϊστείτε | εκχυδαϊστείτε | ||
γ' πληθ. | εκχυδαΐστηκαν εκχυδαϊστήκαν(ε) |
θα εκχυδαϊστούν(ε) | να εκχυδαϊστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω εκχυδαϊστεί | είχα εκχυδαϊστεί | θα έχω εκχυδαϊστεί | να έχω εκχυδαϊστεί | εκχυδαϊσμένος | |
β' ενικ. | έχεις εκχυδαϊστεί | είχες εκχυδαϊστεί | θα έχεις εκχυδαϊστεί | να έχεις εκχυδαϊστεί | ||
γ' ενικ. | έχει εκχυδαϊστεί | είχε εκχυδαϊστεί | θα έχει εκχυδαϊστεί | να έχει εκχυδαϊστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε εκχυδαϊστεί | είχαμε εκχυδαϊστεί | θα έχουμε εκχυδαϊστεί | να έχουμε εκχυδαϊστεί | ||
β' πληθ. | έχετε εκχυδαϊστεί | είχατε εκχυδαϊστεί | θα έχετε εκχυδαϊστεί | να έχετε εκχυδαϊστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν εκχυδαϊστεί | είχαν εκχυδαϊστεί | θα έχουν εκχυδαϊστεί | να έχουν εκχυδαϊστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι εκχυδαϊσμένος - είμαστε, είστε, είναι εκχυδαϊσμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν εκχυδαϊσμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν εκχυδαϊσμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι εκχυδαϊσμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι εκχυδαϊσμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι εκχυδαϊσμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι εκχυδαϊσμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία εκχυδαΐζω
|