εκχυδαϊσμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ek.çi.ða.iˈzmos/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεκχυδαϊσμός αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εκχυδαϊσμός
εκχυδαϊσμός αρσενικό