καλοαναθρεμμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καλοαναθρεμμένος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καλοαναθρεμμένος[1] < καλοανατεθρεμμένος (λόγιο) < καλο- + ἀνατεθραμμένος παθητική μετοχή παρακειμένου του αρχαίου ἀνατρέφω[2] (αναθρεμμένος), μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ανατρέφω)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.lo.a.na.θɾeˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐λο‐α‐να‐θρεμ‐μέ‐νος
Μετοχή επεξεργασία
καλοαναθρεμμένος
- που έχει ανατραφεί, διαπαιδαγωγηθεί σωστά, με ηθικές αξίες
- ↪ Είναι καλοαναθρεμμένα παιδιά, από καλή οικογένεια.
- ≠ αντώνυμα: κακοαναθρεμμένος
- (κακόσημο) που έχει μάθει σε εύκολες καταστάσεις κι είναι άμαθος στα δύσκολα [1]
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
καλοαναθρεμμένος
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ 1,0 1,1 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ↑ καλοαναθρεμμένος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καλοαναθρεμμένος < καλο- + ἀναθραμμένος (ἀνα- + θρεμμένος), παθητική μετοχή παρακειμένου του ἀνατρέφω
Μετοχή επεξεργασία
καλοαναθρεμμένος
- που έχει καλή ανατροφή, (νέα ελληνική καλοαναθρεμμένος)
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- καλοαναθρεμμένος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].