Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καλαναθρεμμένος < καλ- + ἀναθραμμένος (ἀνα- + θρεμμένος), παθητική μετοχή παρακειμένου του ἀνατρέφω

  Μετοχή επεξεργασία

καλαναθρεμμένος