come together
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | come together |
γ΄ ενικό ενεστώτα | comes together |
αόριστος | came together |
παθητική μετοχή | come together |
ενεργητική μετοχή | coming together |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαcome together (en)
- (αμετάβατο) συγκεντρώνομαι
- (αμετάβατο) συνεργάζομαι
- ⮡ If European countries don’t come together…
- Αν δεν συνεργαστούν οι Ευρωπαϊκές χώρες…
- ⮡ English and French technicians came together to build the Concorde.
- Άγγλοι και Γάλλοι τεχνικοί συνεργάστηκαν για να φτιάξουν το Κόνκορντ.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη collaborate
- ⮡ If European countries don’t come together…
Πηγές
επεξεργασία- come together - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 830. ISBN 9780194325684., λήμμα: συγκεντρώνω