Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας congregate
γ΄ ενικό ενεστώτα congregates
αόριστος congregated
παθητική μετοχή congregated
ενεργητική μετοχή congregating

  Ρήμα επεξεργασία

congregate (en)

  Πηγές επεξεργασία