congregate
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | congregate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | congregates |
αόριστος | congregated |
παθητική μετοχή | congregated |
ενεργητική μετοχή | congregating |
Ρήμα
επεξεργασίαcongregate (en)
- (αμετάβατο) συγκεντρώνομαι, συναθροίζομαι, ερχόμαστε μαζί σε μια ομάδα
Πηγές
επεξεργασία- congregate - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 842. ISBN 9780194325684., λήμμα: συναθροίζω