Δείτε επίσης: get-together
ενεστώτας get together
γ΄ ενικό ενεστώτα gets together
αόριστος got together
παθητική μετοχή got together, gotten together
ενεργητική μετοχή getting together

  Ετυμολογία

επεξεργασία
get together < → δείτε τις λέξεις get και together

get together (en)

  1. (μεταβατικό) συγκεντρώνω, μαζεύω ανθρώπους ή πράγματα σε ένα μέρος
    ⮡  Get together all the necessary documents.
    Συγκέντρωσε όλα τα αναγκαία έγγραφε.
    ⮡  He got his things together and left.
    Μάζεψε τα πράγματά του και έφυγε.
  2. (αμετάβατο, ανεπίσημο) βρίσκομαι, συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι, συναντώ κάποιον κοινωνικά ή για να συζητήσω κάτι
    ⮡  Do you want to get together tomorrow or the day after tomorrow?
    Θέλεις να βρεθούμε αύριο ή μεθαύριο;
    ⮡  While let’s get together one evening, shall we?
    Λοιπόν να συγκεντρωθούμε κάνα βραδάκι, έ;
    ⮡  He got his advisers together.
    Συγκέντρωσε τους συμβούλους του.
    ⮡  When the kids get together, they make a big fuss.
    Όταν μαζεύονται τα παιδιά, κάνουν πολύ ντόρο.

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη assemble