Δείτε επίσης: get-together

Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας get together
γ΄ ενικό ενεστώτα gets together
αόριστος got together
παθητική μετοχή got together, gotten together
ενεργητική μετοχή getting together

  Ετυμολογία επεξεργασία

get together < → δείτε τις λέξεις get και together

  Ρήμα επεξεργασία

get together (en)

  1. συγκεντρώνω ανθρώπους ή πράγματα σε ένα μέρος
    Get together all the necessary documents.
    Συγκέντρωσε όλα τα αναγκαία έγγραφε.
  2. (ανεπίσημο) βρίσκομαι, συγκεντρώνω, συναντώ κάποιον κοινωνικά ή για να συζητήσω κάτι
    Do you want to get together tomorrow or the day after tomorrow?
    Θέλεις να βρεθούμε αύριο ή μεθαύριο;
    While let’s get together one evening, shall we?
    Λοιπόν να συγκεντρωθούμε κάνα βραδάκι, έ;
    He got his advisers together.
    Συγκέντρωσε τους συμβούλους του.

Συνώνυμα επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη assemble

  Πηγές επεξεργασία