garner
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία/ˈɡɑːnə/
Ετυμολογία en
επεξεργασίαμεσοαγγλικά (αρχικά ως ουσιαστικό): garner < παλαιογαλλικά: gernier < λατινικά: granarium «σιταποθήκη» < granum «σπόρος, σπόρος δημητριακού, κόκκος»
Ρήμα
επεξεργασίαgarner (en)
- θερίζω, μαζεύω και αποθηκεύω σιτηρά, σοδιάζω
- (μεταφορικά) κερδίζω, συγκεντρώνω, αποκτώ
- the deal has garnered wide support