συντροφία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συντροφία < σύντροφ(ος) + -ία μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική compagnie [1] [2] Συγκρίνετε με το συντροφιά και το ελληνιστικό συντροφία.[3]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sin.dɾoˈfi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐ντρο‐φί‐α
- παλιότερος συλλαβισμός : συν‐τρο‐φί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυντροφία θηλυκό
- (παρωχημένο, οικονομία) εμπορική εταιρεία ή σχήμα οικονομικής συνεργασίας
- ⮡ ως εμπορική επωνυμία, με κεφαλαίο: Συντροφία, συντομογραφία: Σία
- (παρωχημένο, ιστορία) συντεχνία ή αδελφότητα τεχνιτών [4]
- → δείτε και τη λέξη σινάφι
- (καθαρεύουσα) η συντροφιά όπως στο ελληνιστικό συντροφία
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ συντροφία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ συντροφιά (& σχόλιο) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ συντροφία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ s.v. Συνεργασία σελ.1355 - Σκαρλάτος Βυζάντιος, Λεξικόν της ελληνικής γλώσσης. Οις προσετέθη επί τέλους και Λεξικόν Επίτομον των εν τοις Έλλησι συγγραφεύσιν απαντωμένων Κυρίων Ονομάτων , τόμ. Β΄ Εν Αθήναις: Εκ της τυπογραφίας Ανδρέου Κορομηλά, 1852)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | συντροφίᾱ | αἱ | συντροφίαι |
γενική | τῆς | συντροφίᾱς | τῶν | συντροφιῶν |
δοτική | τῇ | συντροφίᾳ | ταῖς | συντροφίαις |
αιτιατική | τὴν | συντροφίᾱν | τὰς | συντροφίᾱς |
κλητική ὦ! | συντροφίᾱ | συντροφίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | συντροφίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | συντροφίαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- συντροφία (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική σύντροφ(ος) + -ία < συντρέφω
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυντροφία, -ας θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- κοινή ανατροφή, το να τρέφεται ή να ανατρέφεται κάποιος μαζί με άλλον
- συναναστροφή
- γέννημα, θρέμμα
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- συντροφία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- συντροφία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.