Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σινάφι τα σινάφια
      γενική του σιναφιού των σιναφιών
    αιτιατική το σινάφι τα σινάφια
     κλητική σινάφι σινάφια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σινάφι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική ? (esnaf) (τουρκική esnaf (τεχνίτης)) < αραβική أَصْنَاف (ʾaṣnāf), πληθυντικός του صِنْف (ṣinf, τάξη, κατηγορία) → δείτε και τη λέξη ισνάφι
ή απευθείας < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική صنف (sınıf, τάξη, κατηγορία) < αραβική صِنْف (ṣinf) [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /siˈna.fi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σι‐νά‐φι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σινάφι ουδέτερο

  1. (λαϊκότροπο, παρωχημένο) ο κύκλος των ομοτέχνων, των ανθρώπων που ασχολούνται με την ίδια τέχνη ή το ίδιο επάγγελμα
  2. (μειωτικό) το άτομα της ίδιας κοινωνικής ομάδας

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.