εσνάφι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | εσνάφι | τα | εσνάφια |
γενική | του | εσναφιού | των | εσναφιών |
αιτιατική | το | εσνάφι | τα | εσνάφια |
κλητική | εσνάφι | εσνάφια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εσνάφι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική اصناف (esnaf) (< αραβική أصناف (ʔaṣnāf) < πληθυντικός του صنف (ṣinf, είδος)) + -ι[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /esˈna.fi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εσ‐νά‐φι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεσνάφι ουδέτερο
- (παρωχημένο) το σινάφι
- ※ Μεγάλος επαγγελματικός σύλλογος ήταν το εσνάφι των αρτοποιών αφού στην Σμύρνη λειτουργούσαν 250 φούρνοι, από τους οποίους οι 220 παρασκεύαζαν άρτο.
- Μαμώνη Κυριακή, & Ιστικοπούλου Λήδα (2004). Σωματειακή οργάνωση του Ελληνισμού στη Μικρά Ασία: Δ’ σύλλογοι Κιλικίας, Μυσίας και Παφλαγονίας: Προσθήκες στα δημοσιεύματα Α’, Β’, Γ’. Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, 14, 67–112
- ※ Μεγάλος επαγγελματικός σύλλογος ήταν το εσνάφι των αρτοποιών αφού στην Σμύρνη λειτουργούσαν 250 φούρνοι, από τους οποίους οι 220 παρασκεύαζαν άρτο.
Μεταφράσεις
επεξεργασία εσνάφι
→ δείτε τη λέξη σινάφι |
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ εσνάφι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας