Ετυμολογία

επεξεργασία
confrérie < μεσαιωνική λατινική confratria

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kɔ̃.fʁe.ʁi/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
confrérie confréries

confrérie (fr) θηλυκό

  1. η αδελφότητα
    au sein des rangs de la confrérie - μεταξύ των μελών της αδελφότητας
  2. το σινάφι
  3. η συντεχνία

Συγγενικά

επεξεργασία