Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συνδικαλισμός οι συνδικαλισμοί
      γενική του συνδικαλισμού των συνδικαλισμών
    αιτιατική τον συνδικαλισμό τους συνδικαλισμούς
     κλητική συνδικαλισμέ συνδικαλισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συνδικαλισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: ορθογραφικό δάνειο από τη γαλλική syndicalisme < αρχαία ελληνική σύνδικος (συνήγορος, δικηγόρος, νομικός παραστάτης) + -ισμός[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /sin.ði.ka.liˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συν‐δι‐κα‐λι‐σμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συνδικαλισμός αρσενικό

  • η οργάνωση των εργαζομένων σε σωματεία (συνδικάτα) με σκοπό τη βελτίωση των αμοιβών τους, των συνθηκών εργασίας και ασφάλισης καθώς και το σύνολο των δραστηριοτήτων που σχετίζονται με την οργάνωση αυτή

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις συνδικάτο, σύνδικος και δίκη

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • *συνδικαλ*Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)