συνδικαλισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συνδικαλισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: ορθογραφικό δάνειο από τη γαλλική syndicalisme < αρχαία ελληνική σύνδικος (συνήγορος, δικηγόρος, νομικός παραστάτης) + -ισμός[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sin.ði.ka.liˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συν‐δι‐κα‐λι‐σμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυνδικαλισμός αρσενικό
- η οργάνωση των εργαζομένων σε σωματεία (συνδικάτα) με σκοπό τη βελτίωση των αμοιβών τους, των συνθηκών εργασίας και ασφάλισης καθώς και το σύνολο των δραστηριοτήτων που σχετίζονται με την οργάνωση αυτή
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις συνδικάτο, σύνδικος και δίκη
Μεταφράσεις
επεξεργασία συνδικαλισμός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ συνδικαλισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- *συνδικαλ* - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)