Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η σύνδικος οι σύνδικοι
      γενική του/της
του
συνδίκου
σύνδικου
των συνδίκων
    αιτιατική τον/τη σύνδικο τους/τις
τους
συνδίκους
σύνδικους
     κλητική σύνδικε σύνδικοι
Οι δεύτεροι τύποι, μόνον για το αρσενικό.
Κατηγορία όπως «κάτοικος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σύνδικος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σύνδικος (συνήγορος) & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική syndic (υπεύθυνος σωματείου) < λατινική syndicus (συνήγορος) < αρχαία ελληνική σύνδικος. [1] Μορφολογικά, σύν (σύν-) + δίκ(η) + -ος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σύνδικος αρσενικό ή θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία