σύνδικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | σύνδικος | οι | σύνδικοι |
γενική | του/της του |
συνδίκου σύνδικου |
των | συνδίκων |
αιτιατική | τον/τη | σύνδικο | τους/τις τους |
συνδίκους σύνδικους |
κλητική | σύνδικε | σύνδικοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, μόνον για το αρσενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «κάτοικος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σύνδικος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σύνδικος (συνήγορος) & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική syndic (υπεύθυνος σωματείου) < λατινική syndicus (συνήγορος) < αρχαία ελληνική σύνδικος. [1] Μορφολογικά, σύν (σύν-) + δίκ(η) + -ος
Ουσιαστικό
επεξεργασίασύνδικος αρσενικό ή θηλυκό
- (νομικός όρος) εκπρόσωπος εταιρείας, σωματείου σε μία δίκη
Μεταφράσεις
επεξεργασία σύνδικος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σύνδικος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας