Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
συνδικαλιστικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
συνδικαλιστικ
ός
η
συνδικαλιστικ
ή
το
συνδικαλιστικ
ό
γενική
του
συνδικαλιστικ
ού
της
συνδικαλιστικ
ής
του
συνδικαλιστικ
ού
αιτιατική
τον
συνδικαλιστικ
ό
τη
συνδικαλιστικ
ή
το
συνδικαλιστικ
ό
κλητική
συνδικαλιστικ
έ
συνδικαλιστικ
ή
συνδικαλιστικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
συνδικαλιστικ
οί
οι
συνδικαλιστικ
ές
τα
συνδικαλιστικ
ά
γενική
των
συνδικαλιστικ
ών
των
συνδικαλιστικ
ών
των
συνδικαλιστικ
ών
αιτιατική
τους
συνδικαλιστικ
ούς
τις
συνδικαλιστικ
ές
τα
συνδικαλιστικ
ά
κλητική
συνδικαλιστικ
οί
συνδικαλιστικ
ές
συνδικαλιστικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
συνδικαλιστικός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
συνδικαλιστικός
→ λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
συνδικαλιστικός
γαλλικά
:
syndical
(fr)