συνδικαλίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συνδικαλίζω < (οπτικό δάνειο) γαλλική syndical(iser) + -ίζω[1] ή ως αποθετικό < se syndicaliser (συνδικαλίζομαι)[2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sin.ði.kaˈli.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συν‐δι‐κα‐λί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίασυνδικαλίζω, αόρ.: (συνδικάλισα), παθ.φωνή: συνδικαλίζομαι, π.αόρ.: συνδικαλίστηκα, μτχ.π.π.: συνδικαλισμένος
- (συνήθως, ως αποθετικό συνδικαλίζομαι)[1][2][3]
- γίνομαι μέλος σε συνδικαλιστική οργάνωση
- ασχολούμαι με τον συνδικαλισμό
- (σπάνιος ενεργητικός τύπος, προφορικό)[1][2]
- ασχολούμαι με τον συνδικαλισμό συμμετέχοντας σε συνδικαλιστική οργάνωση
- οργανώνω εργαζομένους ώστε να συμμετέχουν σε συνδικαλιστική οργάνωση
Συγγενικά
επεξεργασίαμε συνδικαλ-
- Όροι με συνδικαλ- — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
- Λέξεις με συνδικαλ- - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
→ και δείτε τις λέξεις συνδικάτο, σύνδικος, συν και δίκη
Κλίση
επεξεργασίαΣπάνιοι οι ενεργητικοί τύποι. / ο ενεργητικός αόριστος (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) με παραθέματα.
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συνδικαλίζω | συνδικάλιζα | θα συνδικαλίζω | να συνδικαλίζω | συνδικαλίζοντας | |
β' ενικ. | συνδικαλίζεις | συνδικάλιζες | θα συνδικαλίζεις | να συνδικαλίζεις | συνδικάλιζε | |
γ' ενικ. | συνδικαλίζει | συνδικάλιζε | θα συνδικαλίζει | να συνδικαλίζει | ||
α' πληθ. | συνδικαλίζουμε | συνδικαλίζαμε | θα συνδικαλίζουμε | να συνδικαλίζουμε | ||
β' πληθ. | συνδικαλίζετε | συνδικαλίζατε | θα συνδικαλίζετε | να συνδικαλίζετε | συνδικαλίζετε | |
γ' πληθ. | συνδικαλίζουν(ε) | συνδικάλιζαν συνδικαλίζαν(ε) |
θα συνδικαλίζουν(ε) | να συνδικαλίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συνδικάλισα | θα συνδικαλίσω | να συνδικαλίσω | συνδικαλίσει | ||
β' ενικ. | συνδικάλισες | θα συνδικαλίσεις | να συνδικαλίσεις | συνδικάλισε | ||
γ' ενικ. | συνδικάλισε | θα συνδικαλίσει | να συνδικαλίσει | |||
α' πληθ. | συνδικαλίσαμε | θα συνδικαλίσουμε | να συνδικαλίσουμε | |||
β' πληθ. | συνδικαλίσατε | θα συνδικαλίσετε | να συνδικαλίσετε | συνδικαλίστε | ||
γ' πληθ. | συνδικάλισαν συνδικαλίσαν(ε) |
θα συνδικαλίσουν(ε) | να συνδικαλίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω συνδικαλίσει | είχα συνδικαλίσει | θα έχω συνδικαλίσει | να έχω συνδικαλίσει | ||
β' ενικ. | έχεις συνδικαλίσει | είχες συνδικαλίσει | θα έχεις συνδικαλίσει | να έχεις συνδικαλίσει | ||
γ' ενικ. | έχει συνδικαλίσει | είχε συνδικαλίσει | θα έχει συνδικαλίσει | να έχει συνδικαλίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε συνδικαλίσει | είχαμε συνδικαλίσει | θα έχουμε συνδικαλίσει | να έχουμε συνδικαλίσει | ||
β' πληθ. | έχετε συνδικαλίσει | είχατε συνδικαλίσει | θα έχετε συνδικαλίσει | να έχετε συνδικαλίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν συνδικαλίσει | είχαν συνδικαλίσει | θα έχουν συνδικαλίσει | να έχουν συνδικαλίσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συνδικαλίζομαι | συνδικαλιζόμουν(α) | θα συνδικαλίζομαι | να συνδικαλίζομαι | ||
β' ενικ. | συνδικαλίζεσαι | συνδικαλιζόσουν(α) | θα συνδικαλίζεσαι | να συνδικαλίζεσαι | ||
γ' ενικ. | συνδικαλίζεται | συνδικαλιζόταν(ε) | θα συνδικαλίζεται | να συνδικαλίζεται | ||
α' πληθ. | συνδικαλιζόμαστε | συνδικαλιζόμαστε συνδικαλιζόμασταν |
θα συνδικαλιζόμαστε | να συνδικαλιζόμαστε | ||
β' πληθ. | συνδικαλίζεστε | συνδικαλιζόσαστε συνδικαλιζόσασταν |
θα συνδικαλίζεστε | να συνδικαλίζεστε | (συνδικαλίζεστε) | |
γ' πληθ. | συνδικαλίζονται | συνδικαλίζονταν συνδικαλιζόντουσαν |
θα συνδικαλίζονται | να συνδικαλίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συνδικαλίστηκα | θα συνδικαλιστώ | να συνδικαλιστώ | συνδικαλιστεί | ||
β' ενικ. | συνδικαλίστηκες | θα συνδικαλιστείς | να συνδικαλιστείς | συνδικαλίσου | ||
γ' ενικ. | συνδικαλίστηκε | θα συνδικαλιστεί | να συνδικαλιστεί | |||
α' πληθ. | συνδικαλιστήκαμε | θα συνδικαλιστούμε | να συνδικαλιστούμε | |||
β' πληθ. | συνδικαλιστήκατε | θα συνδικαλιστείτε | να συνδικαλιστείτε | συνδικαλιστείτε | ||
γ' πληθ. | συνδικαλίστηκαν συνδικαλιστήκαν(ε) |
θα συνδικαλιστούν(ε) | να συνδικαλιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω συνδικαλιστεί | είχα συνδικαλιστεί | θα έχω συνδικαλιστεί | να έχω συνδικαλιστεί | συνδικαλισμένος | |
β' ενικ. | έχεις συνδικαλιστεί | είχες συνδικαλιστεί | θα έχεις συνδικαλιστεί | να έχεις συνδικαλιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει συνδικαλιστεί | είχε συνδικαλιστεί | θα έχει συνδικαλιστεί | να έχει συνδικαλιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε συνδικαλιστεί | είχαμε συνδικαλιστεί | θα έχουμε συνδικαλιστεί | να έχουμε συνδικαλιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε συνδικαλιστεί | είχατε συνδικαλιστεί | θα έχετε συνδικαλιστεί | να έχετε συνδικαλιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν συνδικαλιστεί | είχαν συνδικαλιστεί | θα έχουν συνδικαλιστεί | να έχουν συνδικαλιστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι συνδικαλισμένος - είμαστε, είστε, είναι συνδικαλισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν συνδικαλισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν συνδικαλισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι συνδικαλισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι συνδικαλισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι συνδικαλισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι συνδικαλισμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία συνδικαλίζω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 1,2 συνδικαλίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ 2,0 2,1 2,2 συνδικαλίζομαι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ συνδικαλίζομαι (αμτβ.αποθετικό) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)