Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγροτοσυνδικαλιστικός η αγροτοσυνδικαλιστική το αγροτοσυνδικαλιστικό
      γενική του αγροτοσυνδικαλιστικού της αγροτοσυνδικαλιστικής του αγροτοσυνδικαλιστικού
    αιτιατική τον αγροτοσυνδικαλιστικό την αγροτοσυνδικαλιστική το αγροτοσυνδικαλιστικό
     κλητική αγροτοσυνδικαλιστικέ αγροτοσυνδικαλιστική αγροτοσυνδικαλιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγροτοσυνδικαλιστικοί οι αγροτοσυνδικαλιστικές τα αγροτοσυνδικαλιστικά
      γενική των αγροτοσυνδικαλιστικών των αγροτοσυνδικαλιστικών των αγροτοσυνδικαλιστικών
    αιτιατική τους αγροτοσυνδικαλιστικούς τις αγροτοσυνδικαλιστικές τα αγροτοσυνδικαλιστικά
     κλητική αγροτοσυνδικαλιστικοί αγροτοσυνδικαλιστικές αγροτοσυνδικαλιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγροτοσυνδικαλιστικός < αγροτοσυνδικαλιστ(ής) + -ικός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.ɣɾo.to.sin.ði.ka.li.stiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γρο‐το‐συν‐δι‐κα‐λι‐στι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

αγροτοσυνδικαλιστικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr