υποστηριχτής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υποστηριχτής < υποστηρικτής
Ουσιαστικό επεξεργασία
υποστηριχτής αρσενικό (θηλυκό: υποστηρίχτρια)
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του υποστηρικτής
Μεταφράσεις επεξεργασία
υποστηριχτής
|
υποστηριχτής αρσενικό (θηλυκό: υποστηρίχτρια)
|