αλληλοϋποστηρίζονται
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αλληλοϋποστηρίζονται < αλληλο- + υποστηρίζονται
Ρήμα
επεξεργασίααλληλοϋποστηρίζονται
- (αλληλοπαθητικό) (γ’ πληθυντικό) υποστηρίζει ο ένας τον άλλο
Μεταφράσεις
επεξεργασία αλληλοϋποστηρίζονται
|