ανυποστήρικτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανυποστήρικτος < αν- + υποστηρίζω + -τος
Επίθετο
επεξεργασίαανυποστήρικτος, -η, -ο
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) που δεν υποστηρίζεται ή δεν μπορεί να υποστηριχθεί
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις υποστηρίζω και στηρίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανυποστήρικτος