Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
-μα
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Σύνδεσμος
1.3
Μόριο
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
μα
(
σύνδεσμος
) <
(
άμεσο δάνειο
)
ιταλική
ma
μα
(
μόριο
) <
αρχαία ελληνική
μά
Σύνδεσμος
επεξεργασία
μα
για να εκφράσει αντίθεση
Θέλω να βγω απόψε
μα
δεν μπορώ.
≈
συνώνυμα
:
αλλά
Μόριο
επεξεργασία
μα
ως ορκωτικό μόριο
Mα
το Θεό, δεν πέρασε από το μυαλό μου αυτό.
Μα
το Δία είπε.
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Μόριο
αγγλικά
:
by
(en)
γαλλικά
: σύνδεσμος
mais
(fr)
, μόριο
par
(fr)
par
(fr)
γερμανικά
:
bei
(de)
εσπεράντο
:
de
(eo)
πολωνικά
:
na
(pl)