Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μποτάκι τα μποτάκια
      γενική
    αιτιατική το μποτάκι τα μποτάκια
     κλητική μποτάκι μποτάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
βρεφικά μποτάκια από τα τέλη του 19ου αι. (Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης)

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

μποτάκι < μπότα + υποκοριστικό επίθημα -άκι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μποτάκι ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

μποτάκι < μποτ + υποκοριστικό επίθημα -άκι < (άμεσο δάνειο) αγγλική bot < robot < (άμεσο δάνειο) τσεχική robot < robota (εργασία, δουλειά)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μποτάκι ουδέτερο

  1. υποκοριστικό του μποτ
  2. (διαδικτυακή αργκό, ανεπίσημο, ειδικότερα) οι υπηρέτες (μίνιον) σε παιχνίδια πολλαπλών παικτών (μουλτιπλέιερ) που πολεμούν μαζί με τους παίκτες, υποκοριστική η λέξη λόγω των μικρότερων μεγεθών τους σε σύγκριση με τους παίκτες
    Άμα πας στο μίνιον λέιν, μπορείς να επιτεθείς στα μποτάκια για να κερδίσεις χρυσό και εμπειρία.
     συνώνυμα: υπηρέτης, μίνιον, μπράβος

Δείτε επίσης επεξεργασία