μποτ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μποτ < (άμεσο δάνειο) αγγλική bot < robot < (άμεσο δάνειο) τσεχική robot < robota (εργασία, δουλειά)
Ουσιαστικό επεξεργασία
μποτ ουδέτερο άκλιτο
- (πληροφορική) πρόγραμμα που κάνει μαζικές αλλαγές σε μια βάση δεδομένων
- ※ Μια άλλη μελέτη που έγινε το 2012 από την εταιρεία μάρκετινγκ Sysomos κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το 24% όλων των tweets παράγονται από μποτ.[1]
Υπώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Aviva Rutkin, Υπάρχουν και καλά μποτ. Δημοσίευση 2014-08-23. Προσπέλαση 2020-05-16.