ρομπότ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ρομπότ < γαλλική robot[1] < τσεχική robot< robota[1] (αγγαρεία)
- Η λέξη επινοήθηκε από τον τσέχο συγγραφέα και ζωγράφο Josef Čapek και χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον αδελφό του Karel Čapek, συγγραφέα επίσης, στο θεατρικό έργο του Rossum's Universal Robots
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɾoˈbot/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρο‐μπότ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαρομπότ ουδέτερο άκλιτο
- αυτόματη συσκευή που λειτουργεί με αυτοματισμό ή τηλεχειρισμό και υποκαθιστά τον άνθρωπο σε διάφορες εργασίες (βιομηχανικές, επιστημονικές, κοπιαστικές, επικίνδυνες κ.λπ.). Συνήθως, έχει τη μορφή ανθρώπου, ζώου ή ανθρωποειδούς, σχήμα βραχίονα ή μηχανικής συσκευής
- (μεταφορικά) άνθρωπος που λειτουργεί και σκέφτεται μηχανικά κι άβουλα ή υπακούει τυφλά σε διαταγές άλλων
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- ρομπότ στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία ρομπότ
|
- ↑ 1,0 1,1 ρομπότ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας