roboto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- roboto < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | roboto | robotoj |
αιτιατική | roboton | robotojn |
roboto (eo)
- το ρομπότ
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | roboto | robotoj |
αιτιατική | roboton | robotojn |
roboto (eo)