Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ανθρωποειδές τα ανθρωποειδή
      γενική του ανθρωποειδούς των ανθρωποειδών
    αιτιατική το ανθρωποειδές τα ανθρωποειδή
     κλητική ανθρωποειδές ανθρωποειδή
Κατηγορία όπως «αιλουροειδές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανθρωποειδές < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ανθρωποειδής < αρχαία ελληνική ἀνθρωποειδής (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική anthropoid)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ανθρωποειδές ουδέτερο

  1. (ανθρωπολογία) μέλος της υπεροικογένειας των ανθρωποειδών
  2. (κατ’ επέκταση) κατασκεύασμα με ανθρώπινα χαρακτηριστικά
  3. (κατ’ επέκταση, μεταφορικά) άνθρωπος με συμπεριφορά σκληρή, κτηνώδη ή απάνθρωπη

  Μεταφράσεις επεξεργασία