Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μποτάρω < μποτ + κατάληξη -άρω < (άμεσο δάνειο) αγγλική bot < robot < (άμεσο δάνειο) τσεχική robot < robota (εργασία, δουλειά)

  Ρήμα επεξεργασία

μποτάρω (παθητική φωνή: μποτάρομαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία