μποτάρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μποτάρω < μποτ + κατάληξη -άρω < (άμεσο δάνειο) αγγλική bot < robot < (άμεσο δάνειο) τσεχική robot < robota (εργασία, δουλειά)
Ρήμα
επεξεργασίαμποτάρω (παθητική φωνή: μποτάρομαι)
- (διαδικτυακή αργκό, νεολογισμός, ανεπίσημο, πληροφορική) χρησιμοποιώ πρόγραμμα μποταρίσματος (μποτ) που εκτελεί ενέργιες αυτόματα
- ⮡ Στο καινούργιο οφίσιαλ σέρβερ η πλεονότητα των παικτών μποτάρουν κι έτσι το μποτάρισμα έχει γίνει πλέον κανονικό μέρος του παιχνιδιού.
- ≈ συνώνυμα: χακάρω (όταν δεν επιτρέπεται), εκμηχανίζω, μηχανοποιώ (για χρήση μηχανών σε διαδικασία)
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μποτάρω | μπόταρα | θα μποτάρω | να μποτάρω | μποτάροντας | |
β' ενικ. | μποτάρεις | μπόταρες | θα μποτάρεις | να μποτάρεις | μπόταρε | |
γ' ενικ. | μποτάρει | μπόταρε | θα μποτάρει | να μποτάρει | ||
α' πληθ. | μποτάρουμε | μποτάραμε | θα μποτάρουμε | να μποτάρουμε | ||
β' πληθ. | μποτάρετε | μποτάρατε | θα μποτάρετε | να μποτάρετε | μποτάρετε | |
γ' πληθ. | μποτάρουν(ε) | μπόταραν μποτάραν(ε) |
θα μποτάρουν(ε) | να μποτάρουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μποτάρισα | θα μποταρίσω | να μποταρίσω | μποταρίσει | ||
β' ενικ. | μποτάρισες | θα μποταρίσεις | να μποταρίσεις | μποτάρισε | ||
γ' ενικ. | μποτάρισε | θα μποταρίσει | να μποταρίσει | |||
α' πληθ. | μποταρίσαμε | θα μποταρίσουμε | να μποταρίσουμε | |||
β' πληθ. | μποταρίσατε | θα μποταρίσετε | να μποταρίσετε | μποταρίστε | ||
γ' πληθ. | μποτάρισαν μποταρίσαν(ε) |
θα μποταρίσουν(ε) | να μποταρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μποταρίσει | είχα μποταρίσει | θα έχω μποταρίσει | να έχω μποταρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις μποταρίσει | είχες μποταρίσει | θα έχεις μποταρίσει | να έχεις μποταρίσει | έχε μποταρισμένο | |
γ' ενικ. | έχει μποταρίσει | είχε μποταρίσει | θα έχει μποταρίσει | να έχει μποταρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μποταρίσει | είχαμε μποταρίσει | θα έχουμε μποταρίσει | να έχουμε μποταρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε μποταρίσει | είχατε μποταρίσει | θα έχετε μποταρίσει | να έχετε μποταρίσει | έχετε μποταρισμένο | |
γ' πληθ. | έχουν μποταρίσει | είχαν μποταρίσει | θα έχουν μποταρίσει | να έχουν μποταρίσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) μποταρισμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) μποταρισμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) μποταρισμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) μποταρισμένο |