Ετυμολογία

επεξεργασία
μηχανοποιώ < μηχανή + -ο- + -ποιώ ((μεταφραστικό δάνειο) (γαλλικά) mécaniser)

μηχανοποιώ

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία