Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μηχανοποίητος η μηχανοποίητη το μηχανοποίητο
      γενική του μηχανοποίητου της μηχανοποίητης του μηχανοποίητου
    αιτιατική τον μηχανοποίητο τη μηχανοποίητη το μηχανοποίητο
     κλητική μηχανοποίητε μηχανοποίητη μηχανοποίητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μηχανοποίητοι οι μηχανοποίητες τα μηχανοποίητα
      γενική των μηχανοποίητων των μηχανοποίητων των μηχανοποίητων
    αιτιατική τους μηχανοποίητους τις μηχανοποίητες τα μηχανοποίητα
     κλητική μηχανοποίητοι μηχανοποίητες μηχανοποίητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μηχανοποίητος < μηχανή + -ο- + -ποίητος

  Επίθετο επεξεργασία

μηχανοποίητος

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία