μηχανοποίητων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαμηχανοποίητων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του μηχανοποίητος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του μηχανοποίητος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του μηχανοποίητος